ανανηπτικός

ανανηπτικός
η , ό[ν] отрезвляющий; отрезвительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανανηπτικός" в других словарях:

  • ανανηπτικός — ή, ό [ανανήφω] ο κατάλληλος να επιφέρει ανάνηψη, νηφαλιότητα …   Dictionary of Greek

  • ανανηπτικός — ή, ό αυτός που φέρνει ανάνηψη, πνευματική διαύγεια: Μετά την αναισθησία τού έδωσαν ανανηπτικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανανήφω — (Α ἀνανήφω γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.) αρχ. κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τόν συνεφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήφω «είμαι νηφάλιος». ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»